-
1 θεός-δωρος
θεός-δωρος, dasselbe, Tzetz. ad Lycophr. 47.
-
2 θεόςδοτος,
θεός-δοτος, u. θεός-δωρος, von Gott gegeben -
3 θεόςδωρος
θεός-δοτος, u. θεός-δωρος, von Gott gegeben
См. также в других словарях:
θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] … Dictionary of Greek