-
1 θεϊνός
-
2 θεινών
-
3 θεινῶν
-
4 θῖνος
См. также в других словарях:
θεινῶν — θεινός fem gen pl θεινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
θίνος — θῑνος, ὁ (Α) επιγρ. ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού θέινος*] … Dictionary of Greek