-
1 θεωρώ
θεωρέωto be a: pres subj act 1st sg (attic epic doric)θεωρέωto be a: pres ind act 1st sg (attic epic doric)θεωρόςenvoy sent to consult an oracle: masc gen sg (doric aeolic)——————θεωρόςenvoy sent to consult an oracle: masc dat sg -
2 θεωρῶ
Βλ. λ. θεωρώ -
3 θεωρῷ
Βλ. λ. θεωρώ -
4 θεωρώ
1) consider2) deem3) regardΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θεωρώ
-
5 δεισιδαίμων
δεισιδαίμων, ον, gen. ονος can, like δεισιδαιμονία, be used in a denigrating sense ‘superstitious’ (cp. Maximus Tyr. 14, 6f in critique of the δ. as a κόλαξ ‘flatterer’ of the gods μακάριος εὐσεβὴς φίλος θεοῦ, δυστηχὴς δὲ ὁ δεισιδαίμων [s. H. app. and T.’s rdg.]; Philo, Cher. 42; s. Field, Notes 125–27), but in the laudatory introduction of Paul’s speech before the Areopagus Ac 17:22 it must mean devout, religious (so X., Cyr. 3, 3, 58, Ages. 11, 8; Aristot., Pol. 5, 11 p. 1315a, 1; Kaibel 607, 3 πᾶσι φίλος θνητοῖς εἴς τʼ ἀθανάτους δεισιδαίμων) comp. for superl. (as Diog. L. 2, 132): δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ I perceive that you are very devout people Ac 17:22 (the Athenians as the εὐσεβέστατοι τ. Ἑλλήνων: Jos., C. Ap. 2, 130. Cp. Paus. Attic. 24, 3 Ἀθηναίοις περισσότερόν τι ἢ τοῖς ἄλλοις ἐς τὰ θεῖά ἐστι σπουδῆς).—DELG s.v. δαίμων. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
θεωρώ — θεωρώ, θεώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… … Dictionary of Greek
θεωρώ — θεώρησα, θεωρήθηκα, θεωρημένος 1. παρατηρώ, βλέπω. 2. νομίζω: Θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο. – Η απεργία θεωρήθηκε παράνομη. 3. ελέγχω και εγκρίνω κάποιο έγγραφο: Θεωρώ τα διαβατήρια. 4. δίνω κάτι για θεώρηση: Θεώρησα τα εισιτήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρῶ — θεωρέω to be a pres subj act 1st sg (attic epic doric) θεωρέω to be a pres ind act 1st sg (attic epic doric) θεωρός envoy sent to consult an oracle masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρῷ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek