Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θεωρούμαι

  • 1 θεωρώ

    (ε) μετ.
    1) смотреть (на кого-что-л.), созерцать; наблюдать (за кем-чем-л.); 2) считать, полагать, рассматривать;

    θεωρώ καθήκον (υποχρέωση) μου — считать своим долгом (своей обязанностью);

    θεωρώ απαραίτητο — считать необходимым;

    τό θεωρώ περιττό — считать излишним;

    θεωρώ κάποιον (γιά) τίμιο άνθρωπο — считать кого-л. честным человеком;

    να με θεωρείς πατέρα σου — считай меня своим отцом;

    θεωρώ προσβολή — рассматривать как оскорбление;

    θεωρώ πιθανόν — считать вероятным;

    3) свидетельствовать (подпись); визировать (документ), ставить визу;

    πρέπει να θεωρήσω το διαβατήριο μου — надо поставить визу;

    θεωρούμαι — считаться, слыть;

    θεωρείται ότι... — считается, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θεωρώ

  • 2 ίσος

    η, ο[ν] см. ίσιος;

    ίσος δρόμος — прямая дорога;

    ίσα δικαιώματα равные права;
    οι πολίτες είναι ίσοι προ τού νόμου граждане равны перед законом:

    θεωρούμαι ίσος — равняться, уравниваться (с кем-чем-л.);

    είμαι ίσος με κάποιον — быть равным кому-л.;

    φέρομαι σαν ίσος προς ίσον — относиться как к равному;

    § ανταποδίδω τα ίσα мстить, отплачивать тем же;
    είναι ίσο мат. равно, равняется; εξ ίσου поровну; όλοι πήραν εξ ίσου все получили поровну; με ίσους όρους на равных основаниях

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ίσος

См. также в других словарях:

  • θεωρούμαι — θεωρούμαι, θεωρήθηκα, θεωρημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θεωροῦμαι — θεωρέω to be a pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • προδοκώ — έω, Α 1. (για πράξη, ενέργεια, γνώμη) κρίνομαι, θεωρούμαι εκ τών προτέρων καλός 2. παθ. προδοκοῡμαι αποφασίζω, σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων («ὥσπερ προυδέδοκτο αὐτοῑς», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοκῶ «θεωρούμαι, σχηματίζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αλαφραίνω — (και αλαφραίνω και αλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος 2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ. 3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος 4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα 5.… …   Dictionary of Greek

  • ανάκειμαι — (Α ἀνάκειμαι) βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί») αρχ. 1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ αυτόν 2. εξαρτώμαι 3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω 4. φρ. «πᾱν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»