Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θεωρητήριον

См. также в других словарях:

  • θεωρητήριον — θεωρητήριον, τὸ (Α) [θεωρώ] κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο …   Dictionary of Greek

  • θεωρητήρια — θεωρητήριον seat in a theatre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»