-
1 θεωρητηριον
τό место, с которого смотрели театральные представления, трибуна для зрителей
См. также в других словарях:
θεωρητήριον — θεωρητήριον, τὸ (Α) [θεωρώ] κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο … Dictionary of Greek
θεωρητήρια — θεωρητήριον seat in a theatre neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek