-
1 θεωρητικος
31) занимающийся умозрением, созерцающий, размышляющий(τοῦ ὄντος Plat. и τῶν ὄντων Plut.; περὴ τῆς φύσεως, περὴ τέν πρώτην οὐσίαν Arst.)
2) умозрительный, созерцательный, теоретический(φιλοσοφία, ἐπιστήμη Arst.; βίος Arst., Plut.; χαρακτήρ Diog.L.; φιλόσοφος Plut.)
πᾶδα διάνοια ἢ πρακτικέ ἢ ποιητικέ ἢ θεωρητική (sc. ἐστιν) Arst. — всякое мышление является либо деятельным, либо творческим, либо умозрительным3) вдумчивый, сознательный(εὐφυές καὴ θ. Plut.)
-
2 θεωρητικός
η, ό[ν] 1.1) теоретический;θεωρητικός νούς — теоретический ум;
2) предполагаемый, возможный;3) умозрительный, абстрактный; 4) видный, представительный, внушительный; 2. (ο) теоретик -
3 θεωρητικός
[тэоритикос] επ теоретический. -
4 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
См. также в других словарях:
θεωρητικός — able to perceive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικός — ή, ό (ΑΜ θεωρητικός, ή, όν) [θεωρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη σκέψη («θεωρητικές επιστήμες») 2. εκείνος που ασχολείται με την έρευνα και τη γνώση τής ουσίας τών όντων χωρίς να… … Dictionary of Greek
θεωρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. υποθετικός, φανταστικός: Θεωρητικά κέρδη. – Θεωρητικά πρέπει να υπάρχει ζωή και σε κάποιο άλλο ουράνιο σώμα. 2. αφηρημένος: Θεωρητική επιστήμη. – Θεωρητική αριθμητική. – Θεωρητική γνώμη. 3. επιβλητικός στην εμφάνιση: Θεωρητική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρητικά — θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc pl θεωρητικά̱ , θεωρητικός able to perceive fem nom/voc/acc dual θεωρητικά̱ , θεωρητικός able to perceive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικώτερον — θεωρητικός able to perceive adverbial comp θεωρητικός able to perceive masc acc comp sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικωτάτων — θεωρητικός able to perceive fem gen superl pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικωτέρων — θεωρητικός able to perceive fem gen comp pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικῶν — θεωρητικός able to perceive fem gen pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικόν — θεωρητικός able to perceive masc acc sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικώτατα — θεωρητικός able to perceive adverbial superl θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητικώτατον — θεωρητικός able to perceive masc acc superl sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)