Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θεωρητικός

  • 1 θεωρητικος

        3
        1) занимающийся умозрением, созерцающий, размышляющий
        

    (τοῦ ὄντος Plat. и τῶν ὄντων Plut.; περὴ τῆς φύσεως, περὴ τέν πρώτην οὐσίαν Arst.)

        2) умозрительный, созерцательный, теоретический
        

    (φιλοσοφία, ἐπιστήμη Arst.; βίος Arst., Plut.; χαρακτήρ Diog.L.; φιλόσοφος Plut.)

        πᾶδα διάνοια ἢ πρακτικέ ἢ ποιητικέ ἢ θεωρητική (sc. ἐστιν) Arst. — всякое мышление является либо деятельным, либо творческим, либо умозрительным

        3) вдумчивый, сознательный
        

    (εὐφυές καὴ θ. Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > θεωρητικος

  • 2 θεωρητικός

    η, ό[ν] 1.
    1) теоретический;

    θεωρητικός νούς — теоретический ум;

    2) предполагаемый, возможный;
    3) умозрительный, абстрактный; 4) видный, представительный, внушительный; 2. (ο) теоретик

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θεωρητικός

  • 3 θεωρητικός

    [тэоритикос] επ теоретический.

    Эллино-русский словарь > θεωρητικός

  • 4 μουσική

    η
    1) музыка;

    συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;

    φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;

    μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;

    βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;

    ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;

    2)-оркестр;

    η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;

    3.) музыкальный инструмент;
    4) музыкальность, мелодичность;

    τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;

    § δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μουσική

См. также в других словарях:

  • θεωρητικός — able to perceive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικός — ή, ό (ΑΜ θεωρητικός, ή, όν) [θεωρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη σκέψη («θεωρητικές επιστήμες») 2. εκείνος που ασχολείται με την έρευνα και τη γνώση τής ουσίας τών όντων χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • θεωρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. υποθετικός, φανταστικός: Θεωρητικά κέρδη. – Θεωρητικά πρέπει να υπάρχει ζωή και σε κάποιο άλλο ουράνιο σώμα. 2. αφηρημένος: Θεωρητική επιστήμη. – Θεωρητική αριθμητική. – Θεωρητική γνώμη. 3. επιβλητικός στην εμφάνιση: Θεωρητική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεωρητικά — θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc pl θεωρητικά̱ , θεωρητικός able to perceive fem nom/voc/acc dual θεωρητικά̱ , θεωρητικός able to perceive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικώτερον — θεωρητικός able to perceive adverbial comp θεωρητικός able to perceive masc acc comp sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικωτάτων — θεωρητικός able to perceive fem gen superl pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικωτέρων — θεωρητικός able to perceive fem gen comp pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικῶν — θεωρητικός able to perceive fem gen pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικόν — θεωρητικός able to perceive masc acc sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικώτατα — θεωρητικός able to perceive adverbial superl θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικώτατον — θεωρητικός able to perceive masc acc superl sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»