-
1 θεσφάτω
-
2 θεσφάτῳ
См. также в других словарях:
θεσφάτῳ — θέσφατος spoken by God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek