Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θεσπεσία

См. также в других словарях:

  • θεσπεσία — θεσπεσίᾱ , θεσπέσιος divinely sounding fem nom/voc/acc dual θεσπεσίᾱ , θεσπέσιος divinely sounding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσίᾳ — θεσπεσίᾱͅ , θεσπέσιος divinely sounding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπέσια — θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc pl θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσίας — θεσπεσίᾱς , θεσπέσιος divinely sounding fem acc pl θεσπεσίᾱς , θεσπέσιος divinely sounding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπέσι' — θεσπέσια , θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc pl θεσπέσια , θεσπέσιος divinely sounding neut nom/voc/acc pl θεσπέσιε , θεσπέσιος divinely sounding masc voc sg θεσπέσιε , θεσπέσιος divinely sounding masc/fem voc sg θεσπέσιαι , θεσπέσιος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσιάων — θεσπεσιά̱ων , θεσπέσιος divinely sounding masc/fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπεσίαν — θεσπεσίᾱν , θεσπέσιος divinely sounding fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …   Dictionary of Greek

  • θεϊκός — ή, ό (AM θεϊκός, ή, όν) [θεός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή προέρχεται από τον θεό, θείος («θεϊκή οργή») νεοελλ. θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίρετος. επίρρ... θεϊκώς και ά (Α θεϊκῶς) με θεϊκό τρόπο, υπέροχα, θεσπέσια νεοελλ. (ειδ. για… …   Dictionary of Greek

  • καύχη — καύχη, ἡ (Α) [καυχώμαι] καύχηση, καύχημα, το να επαινεί κανείς τον εαυτό του («θεσπέσια δ ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά πρόσφορος» για την ηρωική ποίηση, Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»