-
1 θεσπεσίαν
θεσπεσίᾱν, θεσπέσιοςdivinely sounding: fem acc sg (attic doric aeolic) -
2 θεσπέσιος
a divine (of speech)θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος N. 9.7
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (sc. Ὅμηρος) I. 4.39 “νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (Ceporinus: θεσπεσίαν codd.: prayers to the goods) I. 6.44μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιεπῆ θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.1
b more than human, monstrous cf. Fraenkel on Ag. 1154.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13
См. также в других словарях:
θεσπεσίαν — θεσπεσίᾱν , θεσπέσιος divinely sounding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)