-
1 θεσμα
-
2 θεσμος
дор. τεθμός ὅ, поэт. pl. θεσμά τά1) древнее установление, освященный древностью или священный закон(εἰρήνης θεσμοί HH.; θ. πάτριος Her., Plut.; θεῖος Eur.; ἀρχαῖος Arph.; ἱερός Plut.; οἱ τῶν θεῶν θεσμοί Xen., Arst.)
λέκτροιο θ. Hom. — закон супружества, т.е. брак;2) положение, закон, правило Soph., Plat.θ. πυρός Aesch. — закон о сигнальных огнях
3) напев(ὕμνου Pind.; Κύπριδος Aesch. - v. l. ἑσμός)
4) клад, сокровище Anacr.
См. также в других словарях:
θεσμά — θεσμός that which is laid down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
μυστιπολεύω — (Α) [μυστιπόλος] τελώ μυστήρια ή κάποια μυστική τελετή («μυστιπολεύω γαμήλια θεσμά», Μουσαί) … Dictionary of Greek