-
1 θεσμοθετέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοθετέω
-
2 θεσμοθετεῖον
θεσμοθετ-εῖον, τό,A hall in which the θεσμοθέται met, Arist.Ath.3.5, Plu.2.613b (- θέτιον Suid.s.v. Πρυτανεῖον):—also [full] θεσμοθέσιον, τό, Plu.2.714c, Sch.Pl.Prt. 337d, Suid.s.v. ἄρχων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοθετεῖον
-
3 θεσμοθέτης
A lawgiver, legislator, of Moses, Longin.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοθέτης
-
4 θεσμόθετις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμόθετις
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский