-
1 Θερμών
-
2 Θερμῶν
-
3 θερμών
θέρμαfem gen plθέρμηheat: fem gen plθερμάζωfut part act masc voc sgθερμάζωfut part act neut nom /voc /acc sgθερμάζωfut part act masc nom sg (attic epic ionic)θερμόςhot: fem gen plθερμόςhot: masc /neut gen plθερμόςhot: masc /fem /neut gen plθερμόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)θερμόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θερμόωpres part act masc nom sgθερμόωpres inf act (doric) -
4 θερμῶν
θέρμαfem gen plθέρμηheat: fem gen plθερμάζωfut part act masc voc sgθερμάζωfut part act neut nom /voc /acc sgθερμάζωfut part act masc nom sg (attic epic ionic)θερμόςhot: fem gen plθερμόςhot: masc /neut gen plθερμόςhot: masc /fem /neut gen plθερμόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)θερμόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θερμόωpres part act masc nom sgθερμόωpres inf act (doric) -
5 θέρμων
θέρμοςlupine: masc gen plθέρμωheat: pres part act masc nom sgθερμόωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)θερμόωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
6 βλύω
βλύω,A = βλύζω, c. dat.,φόνῳ βλύουσαι Lyc.301
: c. acc.,δέμας οἱ ἔβλυεν ὕδωρ Nonn.D.19.287
: c. gen., . [[pron. full] ῡ between two long syll. in [dialect] Ep.,ἀνα-βλύεσκε A.R. 3.223
, cf. 4.1417.] -
7 συμμετρία
συμμετρ-ία, ἡ,A commensurability, opp. ἀσυμμετρία, Arist.Metaph. 1061b1, cf. 1004b11, EN 1133b18; πρὸς τὴν σ. τῶν καθ' ἡμᾶς ἀνθρώπων in comparison with, measured by the standard of.., PMonac.6.39 (vi A.D.).II symmetry, due proportion, one of the characteristics of beauty and goodness, βίου συμμετρίῃ by harmony of life, Democr. 191, cf. Pl.Phlb. 64e sq.; ἡ νυκτὸς πρὸς ἡμέραν ς. Id.R. 530a; ἡ πρὸς ἄλληλα ς. Id.Sph. 228c; of exercise to food, Hp.Vict.1.2;τροφῆς καὶ ἀέρος Thphr.CP2.9.13
;σ. τῶν λαμβανομένων Sor.1.94
;σιτίων τε καὶ πομάτων Gal.6.7
;τῶν φαρμάκων Id.13.988
; κατὰ μίαν ς. in a fixed proportion, Id.6.272; παρὰ τὴν ς. out of proportion, Arist.Pol. 1308b12; but σ. πρός τι, also, proportion calculated to produce.., Pl.Ti. 66d; ἡ τῶν καλῶν ς. Id.Sph. 235e;ὑγίειαν ἐν.. σ. θερμῶν καὶ ψυχρῶν τίθεμεν Arist.Ph. 246b5
, cf. Gal.6.13,15, al.; ἡ τοῦ τῶν γάμων χρόνου ς. suitability, Pl.Lg. 925a: pl., αἱ ς. the proportions, Id.Ti. 87d, Sph. 235d, 236a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμετρία
-
8 ἀποπνέω
A- πνεύσω Gp.2.21.3
:—breathe forth, of the Chimaera,δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος Il.6.182
; [φῶκαι] πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς.. ὀδμήν Od.4.406
;ἀ. ἔπος στόματος Pi.P.4.11
; θυμὸν ἀποπνείων giving up the ghost, Il.4.524; so without θυμόν, Batr.99, Nic.Dam.p.61 D., Phleg.Mir.3;ἀ. ψυχήν Simon.52
;ἡλικίαν Id.115
, Pi.I.7(6).34; ἀ. τὴν δυσμένειαν to blow it off, get rid of it, Plu.Them.22:—[voice] Pass.,ἀποπνεῖται ἡ ἀτμίς Arist.Pr. 937a7
.b causal in Pi.N.1.47 χρόνος ἀπέπνευσεν ψυχάς made them give up the ghost.2 breathe hard, take breath, Arist.HA 587a5; exhale, euaporate,ψυχὰς ὥσπερ ὁμίχλας ἀποπνεούσας τῶν σωμάτων Plu.2.560c
.3 in Com., = ἀποπέρδω, AB439.II smell of a thing, c. gen., Luc.Hist.conscr.15;χθιζῆς μέθης Plu.2.13f
; but also τοῖον ἀπέπνεε λείψανα so they smelt, A R. 2.193;τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀ. Plu.Alex.4
;ἀ. τι τοιοῦτον Id.2.695e
.III blow from a particular quarter,αὔρη οὐκ ἀ. ἀπὸ θερμῶν χωρέων Hdt.2.27
, cf. 19;ἀπὸ τῆς γῆς Arist. Mete. 366a33
, al.;τὸ ἀποπνέον Id.Pr. 933a39
: impers., ἀποπνεῖ ἀπὸ τῆς θαλάττης there is a breeze from the sea, ib. 933a27, 943b4.IV [voice] Pass., to be blown out, of a light, Plu.2.281b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπνέω
См. также в других словарях:
Θερμῶν — Θέρμη heat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμῶν — θέρμα fem gen pl θέρμη heat fem gen pl θερμάζω fut part act masc voc sg θερμάζω fut part act neut nom/voc/acc sg θερμάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) θερμός hot fem gen pl θερμός hot masc/neut gen pl θερμός hot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμων — θέρμος lupine masc gen pl θέρμω heat pres part act masc nom sg θερμόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θερμόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θερμών, κοινότητα — Κοινότητα (1.221 κάτ.) του νομού Ξάνθης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους οικισμούς Διάσπαρτο, Θέρμες, Ιαματικές Πηγές, Κίδαρη, Κοττάνη, Μέδουσα και Μέσες Θέρμες. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο ομώνυμος οικισμός … Dictionary of Greek
θέρμες — Χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κτίριο ειδικά κατασκευασμένο για τις εγκαταστάσεις των λουτρών. Χρησίμευε ακόμα και ως τόπος συνάντησης της ρωμαϊκής κοινωνίας. Λουτρά υπήρχαν από τον 5o αι. π.Χ. και στην Ελλάδα (στην Ολυμπία, στη Δήλο κ.α.), όμως ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αντιλάρισμα — το το αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι αυτό και η γραφή με ι ). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας».… … Dictionary of Greek
διόδους — Γένος ψαριών της οικογένειας των διοδοντιδών, της τάξης των τετραοδοντοειδών, του είδους diοdon holacanthus. Ονομάζεται και σκαντζόχοιρος της θάλασσας γιατί το σώμα του καλύπτεται από αγκάθια, τα οποία ανασηκώνονται όταν το ψάρι βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
μπαομπάμπ — (baobab). Ιθαγενές δέντρο των θερμών χωρών. Βλ. λ. αδανσονία. * * * το βοτ. δένδρο τών θερμών περιοχών με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγάλη περιφέρεια τού κορμού, το θολοειδές πυκνό φύλλωμα και το μαλακό ξύλο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek