Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θερμῶν

См. также в других словарях:

  • Θερμῶν — Θέρμη heat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμῶν — θέρμα fem gen pl θέρμη heat fem gen pl θερμάζω fut part act masc voc sg θερμάζω fut part act neut nom/voc/acc sg θερμάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) θερμός hot fem gen pl θερμός hot masc/neut gen pl θερμός hot masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμων — θέρμος lupine masc gen pl θέρμω heat pres part act masc nom sg θερμόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θερμόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θερμών, κοινότητα — Κοινότητα (1.221 κάτ.) του νομού Ξάνθης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους οικισμούς Διάσπαρτο, Θέρμες, Ιαματικές Πηγές, Κίδαρη, Κοττάνη, Μέδουσα και Μέσες Θέρμες. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο ομώνυμος οικισμός …   Dictionary of Greek

  • θέρμες — Χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κτίριο ειδικά κατασκευασμένο για τις εγκαταστάσεις των λουτρών. Χρησίμευε ακόμα και ως τόπος συνάντησης της ρωμαϊκής κοινωνίας. Λουτρά υπήρχαν από τον 5o αι. π.Χ. και στην Ελλάδα (στην Ολυμπία, στη Δήλο κ.α.), όμως ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αντιλάρισμα — το το αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι αυτό και η γραφή με ι ). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας».… …   Dictionary of Greek

  • διόδους — Γένος ψαριών της οικογένειας των διοδοντιδών, της τάξης των τετραοδοντοειδών, του είδους diοdon holacanthus. Ονομάζεται και σκαντζόχοιρος της θάλασσας γιατί το σώμα του καλύπτεται από αγκάθια, τα οποία ανασηκώνονται όταν το ψάρι βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • μπαομπάμπ — (baobab). Ιθαγενές δέντρο των θερμών χωρών. Βλ. λ. αδανσονία. * * * το βοτ. δένδρο τών θερμών περιοχών με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγάλη περιφέρεια τού κορμού, το θολοειδές πυκνό φύλλωμα και το μαλακό ξύλο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»