Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θερμόβουλος

См. также в других словарях:

  • θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • θερμόβουλος — hot tempered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμόβουλον — θερμόβουλος hot tempered masc/fem acc sg θερμόβουλος hot tempered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοβούλους — θερμόβουλος hot tempered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμόβουλοι — θερμόβουλος hot tempered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»