-
1 θερμοβουλος
См. также в других словарях:
θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
θερμόβουλος — hot tempered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμόβουλον — θερμόβουλος hot tempered masc/fem acc sg θερμόβουλος hot tempered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοβούλους — θερμόβουλος hot tempered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμόβουλοι — θερμόβουλος hot tempered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek