-
1 θέρμοι
θέρμοςlupine: masc nom /voc plθέρμοῑ, θέρμωheat: pres opt act 3rd sg -
2 θερμοί
θερμόςhot: masc nom /voc plθερμόςhot: masc /fem nom /voc plθερμόωpres subj mp 2nd sgθερμόωpres ind mp 2nd sgθερμόωpres subj act 3rd sg -
3 ἡμι-βραχής
ἡμι-βραχής, ές, oder ἡμιβρεχής, halb benetzt, Theophr.; ϑερμοί Ammian. 20 (XI, 413).
-
4 απαλλακτικος
-
5 ημιβρεχης
-
6 καταψύχω
A cool, chill,ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arist.Mete. 361a2
, cf. 368b34;ὁ φόβος καταψύχει Id.PA 650b28
, cf. Pr. 954b13, al.; αἱ ἄτομοι.. κατέψυξαν [τὸ σῶμα] Epicur.Fr.60:—[voice] Pass., [tense] fut. -ψῠγήσομαι Vett.Val. 73.21
: [tense] pf. - έψυγμαι: [tense] aor. - εψύχθην, also -εψύγην [ῠ] Arist.Pr. 897a22:—to be chilled, become cold, Hp.Aph.4.40, Arist.HA 531b31, etc.; of persons, κατεψυγμένοι, opp. θερμοί, Id.Rh. 1389b30.2 metaph., οὐ -έψυξαν τὴν ὁρμήν did not allow their ardour to cool, J.BJ1.2.7:— [voice] Pass.,κατέψυκτο τὸ πρακτικόν Plu.Pomp.46
, cf.Critodem. in Cat.Cod. Astr.8(1).259, Vett.Val.l.c.II dry land after irrigation, PCair.Zen. 155 (iii B.C.):— [voice] Pass., of a country, χώρα κατεψυγμένη dried or parched up, D.S.1.7, cf. Plu.Pomp.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψύχω
-
7 λυσιλαΐδες
A = θέρμοι ([dialect] Lacon.), Polem.Hist.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιλαΐδες
-
8 ἐλειθερεῖ
ἐλειθερεῖ· εὐδία, and [full] ἐλειθερεῖς ( ἐλειτεθ- cod.)· ἐν ἡλίῳ τιθέμενοι ἢ θερμοί, Hsch.; cf. εἱληθερής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλειθερεῖ
-
9 ἡμιβραχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιβραχής
См. также в других словарях:
θέρμοι — θέρμος lupine masc nom/voc pl θέρμοῑ , θέρμω heat pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοί — θερμός hot masc nom/voc pl θερμός hot masc/fem nom/voc pl θερμόω pres subj mp 2nd sg θερμόω pres ind mp 2nd sg θερμόω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
Ionic Greek — was a sub dialect of the Attic Ionic dialectal group of Ancient Greek (see Greek dialects).Ionic (or Ionian) dialect appears to have spread originally from the Greek mainland across the Aegean at the time of the Dorian invasions, around the 11th… … Wikipedia
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
θερμοπωλείον — θερμοπωλεῑον, τὸ (Α) κατάστημα στο οποίο πωλούνταν θέρμοι, λούπινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + πωλείον < πώλης < πωλώ (πρβλ. βιβλιο πωλείο[ν], παντο πωλείο[ν])] … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
σάρμοι — Α (κατά την Ησύχ.) «θερμοί» … Dictionary of Greek
σερμοί — Α (κατά τον Ησύχ.) «θερμοί» … Dictionary of Greek
υπαλλαγή — η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω] αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το… … Dictionary of Greek