Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θερμοί

См. также в других словарях:

  • θέρμοι — θέρμος lupine masc nom/voc pl θέρμοῑ , θέρμω heat pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοί — θερμός hot masc nom/voc pl θερμός hot masc/fem nom/voc pl θερμόω pres subj mp 2nd sg θερμόω pres ind mp 2nd sg θερμόω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • Ionic Greek — was a sub dialect of the Attic Ionic dialectal group of Ancient Greek (see Greek dialects).Ionic (or Ionian) dialect appears to have spread originally from the Greek mainland across the Aegean at the time of the Dorian invasions, around the 11th… …   Wikipedia

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπωλείον — θερμοπωλεῑον, τὸ (Α) κατάστημα στο οποίο πωλούνταν θέρμοι, λούπινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + πωλείον < πώλης < πωλώ (πρβλ. βιβλιο πωλείο[ν], παντο πωλείο[ν])] …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • σάρμοι — Α (κατά την Ησύχ.) «θερμοί» …   Dictionary of Greek

  • σερμοί — Α (κατά τον Ησύχ.) «θερμοί» …   Dictionary of Greek

  • υπαλλαγή — η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω] αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»