-
1 θερμικός
η, ό[ν] тепловой; термический (физ., тех);θερμικ κινητήρας — тепловой двигатель;
θερμική ενέργεια — тепловая энергия;
θερμικός ηλεκτροσταθμός — тепловая электростанция;
θερμική αγωγιμότης — теплопроводность;
θερμική ικανότητα — теплоёмкость;
θερμική μόνωση — термоизоляция;
θερμική επεξεργασία μετάλλων — термическая обработка металлов
-
2 θερμικός
[термикос] επ тепловой. -
3 θερμικός
termal, ısı -
4 θερμικός
thermalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θερμικός
-
5 термический
θερμικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термический
-
6 termik
θερμικός -
7 thermal
θερμικός -
8 тепловой
θερμικός, θερμογόνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тепловой
-
9 тепловой
теплов||ойприл θερμικός, θερμογόνος:\тепловой двигатель ὁ θερμικός κινητήρας· \тепловойа́я энергия ἡ θερμική ἐνέργεια· \тепловой удар мед. ἡ ήλίαση [-ις]. -
10 абонент
1. свз. о συνδρομητ/ής 2. (аппаратура) о σταθμός, η μονάδα επικοινωνίας 3. (владелец абонента) о συνδρομητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонент
-
11 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
12 диссоциация
1. физ. о διαχωρισμός, η διάσταση, термическая - θερμικός - (με αύξηση της θερμοκρασίας) 2. хим. η διάλυση (των στοιχείων χωρίς χημικό μέσον)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диссоциация
-
13 зейгерование
(тех., мет.) о θερμικός διαχωρισμός του κράματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зейгерование
-
14 ионизация
ο ιονισμόςвызванная гамма-излучением -, προκληθείς από ακτινοβολία γ(γάμμα)ступенчатая - βαθμιαίος, κλιμακωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ионизация
-
15 колонна
1. (высокий столб) о στύλος, η κολόνα, η κολώνα- βάσης2. арх. о κίων, ο κίονας 3. тех. о (βιομηχανικός) πύργος 4. (грузовая) мор. η στήλη του φορτίου/της μπίγας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колонна
-
16 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
17 очерк
литер. το δοκίμιο очертание το περίγραμμα, η μορφή. очиститель ο καθαριστής. очистить см. очищать. очистка ο καθαρισμός, το καθάρισμα, η εκκαθάριση, η διΰλιση- με φλόγαщелочная - масла - αλκαλικός - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очерк
-
18 расцепитель
эл. о αποσυνδετήρας, о αφετήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расцепитель
-
19 реактор
ο αντιδραστήραςатомный - ατομικός/πυρηνικός -биологический - о βιοαντιδραστήρας, το δοχείο πολλαπλασιασμούэлектрический - το επαγωγικό πηνίο, η άεργος αντίστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реактор
-
20 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική … Dictionary of Greek
θερμικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή γίνεται μ αυτή ή λειτουργεί μ αυτή: Θερμική ενέργεια. – Θερμικό εργοστάσιο ηλεκτρισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιδραστήρας — (προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης) … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονόμος — (relais). Ηλεκτρομηχανική διάταξη που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ρεύματος ενός κυκλώματος (κύκλωμα χειρισμού) για να ελέγξει τη λειτουργία ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο η. αποτελείται γενικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη και από έναν κινητό… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
υδροθερμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πηγές θερμών υδάτων ή αυτός που προκύπτει από επίδραση τών υδάτων αυτών 2. φρ. α) «υδροθερμικά διαλύματα» γεωλ. τα θερμά υδατικά διαλύματα που προκύπτουν στον φλοιό τής Γης από την ανάμιξη τών αερίων… … Dictionary of Greek
βαρίστορ — Ειδική ηλεκτρική αντίσταση, που η τιμή της δεν μεταβάλλεται γραμμικά (με την επίδραση θετικής ή αρνητικής τάσης), αλλά εκθετικά. Κατασκευάζονται με ανάμειξη κρυστάλλων ημιαγωγού υλικού (ανθρακοπυρίτιο) και συνδετικού υλικού (πηλός, υδρύαλος,… … Dictionary of Greek