Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θερμαντήρ

  • 1 нагреватель

    нагрев||атель
    м тех. ὁ θερμαντήρ, ὁ θερμοσίφων.

    Русско-новогреческий словарь > нагреватель

  • 2 прибор

    прибор
    м τό σπάσιμο τών κυμάτων:
    грохот \приборя ὁ ρόχθος, ὁ βογγος, ἡ ραχία прибор м
    1. τό ὅργανο[ν], τό μηχάνημα, ἡ συσκευή; измерительный \прибор τό ὅργανο μέτρησης· нагревательный \прибор ἡ συσκευή θέρμανσης, ὁ θερμαντήρ [-ας]· точные \приборы μηχανήματα ἀκριβείας·
    2. (комплект чего-л.):
    столовый \прибор τό σερβίτσιο· чайный \прибор τό σερβίτσιο τοῦ τσαγιοῦ· бритвенный \прибор τά ξυριστικά (εργαλεία)· письменный \прибор ἡ καλαμαριά, τά γραφικά εἰδη.

    Русско-новогреческий словарь > прибор

См. также в других словарях:

  • θερμαντῆρα — θερμαντήρ kettle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντῆρας — θερμαντήρ kettle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντῆρες — θερμαντήρ kettle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • θερμαντήρας — ο (Α θερμαντήρ) [θερμαίνω] σκεύος για θέρμανση νερού, αερίου κ.λπ. νεοελλ. φυσ. ειδική συσκευή για τη θέρμανση κάποιου σώματος σε σταθερή θερμοκρασία η οποία χρησιμοποιείται κατά τις θερμιδομετρικές μετρήσεις για τον προσδιορισμό τής ειδικής… …   Dictionary of Greek

  • θερμαντήριος — θερμαντήριος, ία, ον (Α) [θερμαντήρ] 1. αυτός που προκαλεί θερμότητα («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.) 2. φρ. «χαλκίον θερμαντήριον» θερμαντήρας …   Dictionary of Greek

  • κλινοθερμαντήρας — ο, και κλινοθερμαντήριο, το συσκευή με την οποία θερμαίνεται η κλίνη με ζεστό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + θερμαντήρας < θερμαίνω. Ο τ. κλινοθερμαντήριο < κλίνη + θερμαντήριο < θερμαντήρ] …   Dictionary of Greek

  • μιλιάριον — μιλιάριον, τὸ (Α, Μ μιλιάριν) 1. υψηλό χάλκινο σκεύος, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, μέσα στο οποίο θερμαινόταν νερό 2. μιλιοδείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. miliarium «θερμαντήρ». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < λατ. milliarium (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»