-
1 нагревать
θερμαίνωζεσταίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагревать
-
2 обогревать
θερμαίνω, ζεσταίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обогревать
-
3 отапливать
θερμαίνω, ζεσταίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отапливать
-
4 подогревать
θερμαίνω, προθερμαίνω, (ξανα)ζεσταίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подогревать
-
5 утеплить
-лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утепленный βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω•утеплить хлев θερμαίνω το σταύ-λο•
утеплить свинарник θερμαίνω το χοιροστάσιο.
-
6 греть
-
7 нагревать
-
8 обогревать
-
9 подогревать
-
10 разогревать
-
11 согревать
согревать, согреть ζεσταίνω, θερμαίνω \согреваться ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι* * *= согретьζεσταίνω, θερμαίνω -
12 топить
I топить Ι (обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνω; \топить печь ανάβω θερμάστρα (или σόμπα) II топить II (в воде) βουλιάζω, βυθίζω· καταποντίζω (корабль)* * *I( обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνωIIтопи́ть печь — ανάβω θερμάστρα ( или σόμπα)
-
13 утеплить
утеплитьсов, утеплять несов θερμαίνω, ζεσταίνω:\утеплить дом θερμαίνω τό σπίτι. -
14 натопить
натопить 1-оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.καίω θερμαίνω, ζεσταίνω•натопить печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο•
натопить квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα.
καίω θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.натопить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. натопить).1. λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)•натопить воску λιώνω πολύ κηρί•
натопить кастрюлю жиру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος.
2. διαλύω• ετοιμάζω•натопить молоко ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συμπυκνωμένο).
λιώνω, τήκομαι, ρευστοποιούμαι•из снега -лось ведро воды από το χιόνι βγήκε.(έλιωσε) ένας κουβάς νερό.
-
15 отеплить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отепленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.θερμαίνω, ζεσταίνω•отеплить дом θερμαίνω το σπίτι.
-
16 прогреть
ρ.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω αρκετά• καίω•прогреть комнату θερμαίνω το δωμάτιο•
прогреть печь καίω το φούρνο.
θερμαίνομαι ζεσταίνομαι αρκετά. -
17 распарить
ρ.σ.μ.1. μαλακώνω στον ατμό ή στο ζεστό νερό.2. ζεσταίνω, θερμαίνω σε ζεστό νερό, στη μπανιέρα.3. ζεσταίνω, θερμαίνω μέχρι ιδρώτα.1. μαλακώνω (σε ατμό ή σε ζεστό νερό).2. ζεσταίνομαι μέχρι ιδρώτα. -
18 отогревать
(оттаивать) ξεπαγώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отогревать
-
19 прогрев
η προθέρμανση, η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрев
-
20 разогревать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разогревать
См. также в других словарях:
θερμαίνω — warm pres subj act 1st sg θερμαίνω warm pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνω — θερμαίνω, θέρμανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
θερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. κάνω κάτι ζεστό: Ο ήλιος θερμαίνει τη Γη. 2. εμψυχώνω, δίνω κουράγιο: Η ελπίδα της επιστροφής τον θέρμαινε στην ξενιτιά. 3. τονώνω, εξάπτω: Ο ζήλος του θερμάνθηκε. – Θερμαίνεται η πολιτική ατμόσφαιρα. 4. το μέσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμαίνεσθε — θερμαίνω warm pres imperat mp 2nd pl θερμαίνω warm pres ind mp 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνετε — θερμαίνω warm pres imperat act 2nd pl θερμαίνω warm pres ind act 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνῃ — θερμαίνω warm pres subj mp 2nd sg θερμαίνω warm pres ind mp 2nd sg θερμαίνω warm pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά … Dictionary of Greek
θερμαινομένων — θερμαίνω warm pres part mp fem gen pl θερμαίνω warm pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαινόμεθα — θερμαίνω warm pres ind mp 1st pl θερμαίνω warm imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαινόμενον — θερμαίνω warm pres part mp masc acc sg θερμαίνω warm pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)