-
1 θερισταίς
-
2 θερισταῖς
-
3 θερισταῖς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θερισταῖς
См. также в других словарях:
θερισταῖς — θεριστής masc dat pl θεριστός balsam fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)