-
1 θερινός
θερινός, = ϑέρειος; πῦρ Pind. P. 3, 50; ῥόδον Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται ϑερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, ϑερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, μεσημβρία Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; ἀνατολή, δυσμή, wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4.
-
2 θερινός
-
3 σειρός [2]
σειρός, heiß, hitzig, brennend, bes. von der Sonnen-u. Sommerhitze, sommerlich; dah. ἡ σειρά, sc. ἐσϑής, u. τὸ σειρόν, sc. ἱμάτιον, ein leichtes Sommerkleid, VLL.; Suid. leitet das Wort von σείρ, σειρός, = ἥλιος her; wahrscheinlich verwandt mit ϑέρος, was dorisch σέρος lauten konnte, u. so σείριος = ϑέριος, ϑερινός, wie bei uns Sonne u. Sommer verwandt sind.
-
4 χειμερινός
χειμερινός, = χειμέριος, was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia. 112 b; τὰ χειμερινά, die Winterzeit, Legg. III, 683 c; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται ϑερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά XI, 915 d; μῆνες χειμερινοί Thuc. 6, 21; auch χωρίον, 2, 70; ἥλιος Xen. Mem. 3, 8,9; Sp., ἀνατολαί Pol. 5, 22, 3, ὄμβροι 9, 43, 5, τροπαί 3, 72, 3 u. öfter, wie περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. deor. concil. 15.
-
5 θέρειος
См. также в других словарях:
θερινός — Aër. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… … Dictionary of Greek
θερινός — ή, ό καλοκαιρινός: Θερινή στολή. – Θερινές διακοπές. – Θερινή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερινά — θερινός Aër. neut nom/voc/acc pl θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc/acc dual θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινῶν — θερινός Aër. fem gen pl θερινός Aër. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινόν — θερινός Aër. masc acc sg θερινός Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριναῖς — θερινός Aër. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριναί — θερινός Aër. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινοῖς — θερινός Aër. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινοῖσι — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινοῖσιν — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)