-
1 θεραπευτικος
31) предупредительный, услужливый(τῶν φίλων Xen.)
2) глубоко преданный, ревностно почитающий(τῶν θεῶν Plat.)
3) покорный, подобострастный, заискивающий(τῶν δυνατῶν, ὄχλων, τοῦ πλήθους Plut.)
4) нуждающийся в уходе(ἕξις Arst.)
-
2 θεραπευτικός
η, ό[ν] терапевтический; лечебный -
3 θεραπευτικός
[тералефтикос] επ терапевтический.
См. также в других словарях:
θεραπευτικός — inclined to serve masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικός — ή, ό (AM θεραπευτικός, ή, όν) [θεραπευτές] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η θεραπευτική ο κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τους θεραπευτικούς παράγοντες και την εφαρμογή τους για ανακούφιση ή θεραπεία τών ασθενών νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
θεραπευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στη θεραπεία: Το νερό αυτής της πηγής έχει θεραπευτικές ιδιότητες. – Θεραπευτική αγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεραπευτικά — θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc pl θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc/acc dual θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικώτερον — θεραπευτικός inclined to serve adverbial comp θεραπευτικός inclined to serve masc acc comp sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικῶν — θεραπευτικός inclined to serve fem gen pl θεραπευτικός inclined to serve masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικόν — θεραπευτικός inclined to serve masc acc sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικαῖς — θεραπευτικός inclined to serve fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικαί — θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικοῖς — θεραπευτικός inclined to serve masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικοί — θεραπευτικός inclined to serve masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)