-
1 лечебный
θεραπευτικός, ιαματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лечебный
-
2 şifalı
θεραπευτικός, ιαματικός -
3 лечебный
лечебный θεραπευτικός· \лечебныйая физкультура η θεραπευτική γυμναστική* * *лече́бная физкульту́ра — η θεραπευτική γυμναστική
-
4 medicinal
[mə'disinl]1) (having the power to heal and used as a medicine: medicinal substances.) θεραπευτικός,φαρμακευτικός2) (of healing: for medicinal purposes.) ιαματικός,θεραπευτικός -
5 терапевт
ο παθολόγος-ический παθολογικός, θεραπευτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > терапевт
-
6 целебный
ιαματικόςθεραπευτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > целебный
-
7 лечебный
лечебн||ыйприл θεραπευτικός, ίαμα-τικός. -
8 терапевтический
терап||евти́ческийприл θεραπευτικός, παθολογικός:\терапевтическийевти́ческая клиника ἡ θεραπευτική (или ἡ παθολογική) κλινική. -
9 целебный
целебн||ыйприл θεραπευτικός, ίαματι· κός:\целебный источник ἡ ἱαματική πηγή· \целебныйые травы τά βότανα, τα βοτάνια· \целебныйое средство τό φάρμακο. -
10 remedial
[rə'mi:diəl]adjective (able to, or intended to, put right or to correct or cure: She does remedial work with the less clever children; remedial exercises.) επανορθωτικός, διορθωτικός, θεραπευτικός -
11 therapeutic
[Ɵerə'pju:tik]adjective (of or concerning the healing and curing of disease: therapeutic treatment/exercises.) θεραπευτικός -
12 лечебный
[λιτσιέμπνυϊ] εκ. θεραπευτικός -
13 терапевтический
[τιραπιφτίτσισκιϊ] εκ. θεραπευτικός -
14 целебный
[τσύλιέμπνυϊ] εκ. θεραπευτικός -
15 лечебный
[λιτσιέμπνυϊ] επ θεραπευτικός -
16 терапевтический
[τιραπιφτίτσισκιϊ] επ θεραπευτικός -
17 целебный
[τσύλιέμπνυϊ] επ θεραπευτικός -
18 врачующий
επ. από μτχ.ιαματικός, θεραπευτικός•-ее действие θεραπευτική επίδραση.
-
19 лекарственный
-
20 лечебный
επ.θεραπευτικός, ιαματικός•-ое заведение θεραπευτικό ίδρυμα•
-ая физкультура θεραπευτική γυμναστική•
-ая мазь θεραπευτική αλοιφή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεραπευτικός — inclined to serve masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικός — ή, ό (AM θεραπευτικός, ή, όν) [θεραπευτές] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η θεραπευτική ο κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τους θεραπευτικούς παράγοντες και την εφαρμογή τους για ανακούφιση ή θεραπεία τών ασθενών νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
θεραπευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στη θεραπεία: Το νερό αυτής της πηγής έχει θεραπευτικές ιδιότητες. – Θεραπευτική αγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεραπευτικά — θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc pl θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc/acc dual θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικώτερον — θεραπευτικός inclined to serve adverbial comp θεραπευτικός inclined to serve masc acc comp sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικῶν — θεραπευτικός inclined to serve fem gen pl θεραπευτικός inclined to serve masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικόν — θεραπευτικός inclined to serve masc acc sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικαῖς — θεραπευτικός inclined to serve fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικαί — θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικοῖς — θεραπευτικός inclined to serve masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτικοί — θεραπευτικός inclined to serve masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)