-
1 θεο-ψάλτης
θεο-ψάλτης, ὁ, der göttliche Sänger, Eust.
-
2 θεοψάλτης
θεο-ψάλτης, ὁ, der göttliche Sänger
См. также в других словарях:
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek