Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θεο-φόρος

См. также в других словарях:

  • θεοφόρος — ο (AM θεοφόρος, ον) αυτός που φέρει μέσα του τον θεό, ο θεόπνευστος («οι θεοφόροι πατέρες») αρχ. 1. αυτός που κρατά τον θεό («θεοφόροι πόδες», Αισχύλ.) 2. φρ. «θεοφόρα ὀνόματα» ονόματα παράγωγα από ονόματα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

  • θεόφορος — θεόφορος, ον (AM) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φορος (< φέρω), πρβλ. διά φορος, φαρετρή φορος] …   Dictionary of Greek

  • ισόφορος — ἰσόφορος, ον (Α) (για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. θεό φορος φαρετρή φορος] …   Dictionary of Greek

  • κυριοφόρος — κυριοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + φόρος (< φέρω), πρβλ. θεο φόρος, κερδο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ …   Dictionary of Greek

  • θειόφορος — θειόφορος, ον (Α) 1. (για συγγραφείς ή θεολόγους) θεόπνευστος, εμπνευσμένος από τον θεό 2. αυτός που έχει κατακτήσει τη βασιλεία τών ουρανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειο + φορος (< φέρω), πρβλ. γενειο φόρος, σταυρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κλωθοφόρος — κλωθοφόρος, ὁ (Μ) (για τον θεό) αυτός που καθορίζει τη μοίρα τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶθες (προσωνυμία τών Μοιρών) + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • Nombre teofórico — Un nombre teofórico o nombre teóforo (del griego antiguo ϑεοϕόρος, compuesto de ϑεο deidad y ϕόρος portador ), portador de la deidad ) es un nombre propio que contiene el nombre de un dios o divinidad, tanto para servir de difusión para el nombre …   Wikipedia Español

  • Σκιροφόρια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Την τελούσαν στις 12 του μηνός Σκιροφοριώνα (Ιούνιος Ιούλιος). Στο διάστημα της γιορτής μεταφερόταν σε πομπή από την Ακρόπολη στην Ιερά Οδό το μεγάλο λευκό σκιάδιο (σκίρον), και κάτω από το… …   Dictionary of Greek

  • δεκατιά — η (Μ δεκατία) [δεκάτη] ο φόρος τής δεκάτης, η δεκάτη νεοελλ. 1. ο αποδεκατισμός 2. διπλό φασκέλωμα, μούτζες και με τα δέκα δάχτυλα μσν. 1. η προσφορά στον Θεό τού ενός δεκάτου τής παραγωγής 2. παραχώρηση σε άρχοντα, καταβολή ως φόρου ή πληρωμής… …   Dictionary of Greek

  • θυελλοφορούμαι — θυελλοφοροῡμαι, έομαι (Α) φέρομαι από τη θύελλα, παρασύρομαι από θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + φορούμαι (< φόρος < φέρω), πρβλ. θεο φορούμαι, πνευματο φορούμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»