Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θεο-τίμητος

См. также в других словарях:

  • θεοτίμητος — θεοτίμητος, ον (AM, Α δωρ. τ. θεοτίματος) αυτός που αξίζει να τιμηθεί ή τιμήθηκε από τον θεό ή τους θεούς («θεοτίμητος πόλις», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τίμητος (< τιμώ), πρβλ. αν εκ τίμητος, πολυ τίμητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»