-
1 θεο-τρεφής
θεο-τρεφής, Gott ernährend; μᾶζαι Nonn. D. 9, 101; ἀμβροσίη Ptolem. 2 (IX, 577), wo die rechte Lesart ϑεοτροφίης ist.
-
2 θεοτρεφής
θεο-τρεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοτρεφής
-
3 θεοτρεφής
-
4 θεοτρεφης
См. также в других словарях:
θεοτρεφής — θεοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφει τους θεούς («θεοτρεφὴς ἀμβροσίη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής, χθονο τρεφής] … Dictionary of Greek