Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θεο-σημεία

  • 1 θεο-σημεία

    θεο-σημεία, , Götterzeichen, Vorbedeutung, Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > θεο-σημεία

  • 2 θεοσημεία

    θεο-σημεία, , u. θεο-σήμαον, τό, u. θεόσημον, τό, Götterzeichen, Vorbedeutung

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > θεοσημεία

  • 3 πιάνω

    (αόρ. έπιασα) 1. μετ.
    1) брать(ся) руками, трогать; хватать;

    πιάσε με από το χέρι — возьми меня за руку;

    πιάνω κάποιον από τα μαλλιά — хватать кого-л. за волосы;

    πιάνω τον σφυγμό — пощупать пульс;

    τον έπιασα από το λαιμό я его схватил за горло;
    2) доставать, брать;

    πιάσε μου το βιβλίο από το ράφι — достань мне ту книгу со стеллажа;

    3) ловить; поймать;

    πιά ψάρια — ловить рыбу;

    πιάνω τον κλέφτη — поймать вора;

    πιάστε τον! — ловите его1;

    με έπιασε στο δρόμο και μού τα είπε όλα он меня поймал на улице и всё рассказал;
    4) перен. улавливать, схватывать;

    πιάνω τό νόημα — схватывать смысл;

    5) заставать, застигать;
    όταν επιστρέφαμε μας έπιασε βροχή на обратном пути нас застал дождь;

    βιάσου να μην σε πιάσει η νύχτα — поторопись, а то тебя застигнет ночь;

    6) уличать (в чём-л.);
    ловить (на чём-л.); τον έπιασε να λέει ψέμματα (να κλέβει) он его уличил во лжи (в краже); 7) выручать, получать (деньги); зарабатывать;

    τό μαγαζί πιάνει τρείς χιλιάδες τη μέρα — дневная выручка магазина составляет три тысячи драхм;

    τό σπίτι θα πιάσει πενήντα χιλιάδες — за дом можно получить пятьдесят тысяч драхм;

    έπιασε πέντε παράδες και μας κάνει τον καμπόσο он заработал немного денег и уже важничает;

    δεν πιάνω ούτε τα λεφτά μου — продавать в убыток; — невыгодно продавать;

    8) занимать, захватывать (что-л.);

    πιάσε δυό θέσεις — займи два места;

    πιάσαμε την γέφυρα — мы заняли мост;

    9) нанимать, снимать; брать в аренду;

    πιάνω σπίτι — арендовать дом;

    πιάνω κατοικία — снимать квартиру;

    10) вмещать; иметь объём;

    τό βαρέλι πιάνει τετρακόσια κιλά — бочка вмещает 400 килограмм;

    11) заводить, завязывать (дружбу, беседу и т. п.);

    πιάσανε φιλία — они подружились;

    πιάσαμε κουβέντα — мы завели разговор;

    12) оценивать, давать цену;

    τό σπίτι θα το πιάσουμε γιά εκατό χιλιάδες δραχμές — мы дадим за этот дом сто тысяч драхм;

    13) принимать в расчёт;

    τα μεταφορικά δεν τα πιάνουμε — транспортные расходы в расчёт не принимаются;

    14) доставать (воду из колодца и т. п.); наливать (вино и т. п.);

    πιάσε πέντε κιλά λάδι από το βαρέλι — налей пять килограмм масла из бочки;

    15) страдать, болеть (чём-л.);

    τον πιάνει πονοκέφαλος — он страдает головными болями;

    την έπιανε ελονοσία επί δυό χρόνια она два года болела малярией;
    τον έπιασε το σηκώτι у него схватило печень, у него заболела печень;

    την πιάνει η θάλασσα — она плохо переносит море, страдает морской болезнью;

    16) охватывать (кого-л.), овладевать (кем-л.); нападать, находить (на кого-л.);

    με πιάνει συγκίνηση όταν ακούω τη φωνή της — когда я слышу её голос, меня охватывает волнение;

    σε πιάνει λύπη να τον βλέπεις — когда смотришь на него, испытываешь жалость;

    όταν τον βλέπει τον πιάνει θυμός — при виде его он сердится;

    τί τον έπιασε και φωνάζει; что на него нашло, что он кричит?; почему он кричит?;
    17) охватывать (кого-что-л.), распространяться (на кого-что-л.);

    πιάσανε φωτιά και τα γειτονικά σπίτια — огонь перекинулся и на соседние дома;

    18) брать (кого-л.), действовать (на кого-л.);

    δεν τον πιάνει το κρασί — вино его не берёт, от вина он не пьянеет;

    τον πιάνει ο ήλιος — он быстро загорает;

    τίς ελιές τίς έπιασε το αλάτι маслины хорошо просолились;
    19) схватить (болезнь), заразиться (болезнью);

    πιάνω γρίππη — заразиться гриппом;

    20) затрагивать, касаться;

    εμάς δεν μας πιάνει αυτός ο νόμος — нас этот закон не касается;

    § πιάνω τόπο — оказываться полезным (о советах, просьбах и т. п.);

    πιάνω στο στόμα μου κάποιον — а) злословить (о ком-л.); — б) постоянно упоминать кого-л.;

    κάτι έπιασε τ' αφτί μου до слуха моего дошло;
    я услышал;

    πιάνω τό θεό — божиться;

    πιάνω τό τραγούδι — затянуть песню;

    πιάνω πουλιά στον αέρα — быть очень способным, ловким; — на ходу подмётки рвать;

    πιά με το καλό — подойти по-хорошему (к кому-л.); — действовать добром (на кого-л.);

    πιά κάποιον στα πράσα — поймать с поличным кого-л.;

    δεν τον πιάνει το μάτι σου — внешне он не производит впечатления;

    δεν πιάνω χαρτωσιά ( — или μπάζα) μπροστά σε κάποιον — и в подмётки не годиться кому-л.;

    δεν τον πιάνω νει το φαΐ — еда ему не впрок;

    не в коня корм;
    έπιασε τη μέση του он вылетел в трубу;

    είναι να πιάνεις τη μύτη σου — всё это отвратительно;

    τον πιάνει το γλυκύ του ( — или

    τό καλό του) у него бывают припадки эпилепсии;

    μάτι κακό να μην σε πιάσει — упаси тебя боже от дурного глаза;

    τί έπιασες κι' έκαμες! что ты натворил!;
    2. αμετ. 1) прилипать, приклеиваться;

    τα γραμματόσημα δεν πιάνουν στον φάκελλο ( — почтовые) марки не приклеиваются к конверту;

    2) приниматься, пускать корни; прививаться (тж. перен.); расти, произрастать (о растениях);

    οι μηλιές δεν πιάνουν στα μέρη μας — в наших краях яблони не растут;

    τό μπόλι δεν έπιασε черенок не привился;
    αυτή η μόδα δεν έπιασε эта мода не привилась; 3) пришвартовываться, причаливать;

    αυτό το πλοίο δεν πιάνει στην 'Αλεξάνδρεια — этот пароход не причаливает у Александрия;

    4) уходить, убегать;

    πιάνω τα βουνά — уходить в горы;

    5) начинать гореть, воспламеняться, зажигаться; заниматься (об огне);

    τα ξύλα είναι χλωρά και δεν πιάνουν — дрова сырые и поэтому не- загораются;

    6) забеременеть;
    έπιασε παιδί απ' αυτόν она от него забеременела; 7) оказывать воздействие, давать результат;

    οι διαμαρτυρίες πιάσανε — протесты оказали действие;

    οι κατάρες του έπιασαν его проклятия сбылись;
    8) застревать, встречать преграду;

    τό κλειδί κάπου πιάνει — ключ где-то застревает;

    9) начинаться, разражаться; наступать;
    έπιασε βροχή начался дождь;

    τό φθινόπωρο συχνά πιάνει τρικυμία — осенью часто разражаются штормы;

    έπιασαν οι παγωνιές наступили морозы;

    § πιάνω απ' την αρχή — начинать сначала;

    πιάνομαι

    1) — держаться, хвататься (за что-л.);

    πιάνόμαστε από το χέρι — держаться за руки;

    πιάσου από το τραπέζι держись за стол;
    2) (за)цеплять'ся;

    πιάστηκε το φουστάνι σ' ένα καρφί — платье зацепилось за гвоздь;

    3) перен. цепляться, ухватываться;

    πιάνομαι από κάποια ιδέα — ухватиться за какую-л. мысль 4) попасться, быть пойманным, схваченным;

    ο κλέφτης πιάστηκε — вор пойман;

    5) быть уличённым;

    πιάστηκαν να λένε ψέμματα — они были уличены во лжи;

    6) ссориться; драться;

    αυτός πιάνεται με όλον τον κόσμο — он со всеми ссорится;

    στο τέλος πιάστήκανε — в конце они подрались;

    7) неметь; отниматься, парализоваться;

    πιάστηκαν τα πόδια του — а) у него ноги затекли; — б) у него ноги отнялись;

    8) быть занятым, захваченным (о месте и т. п.);

    πιάστηκαν όλα τα στρατηγικά σημεία ( — были) заняты все стратегические пункты;

    9) встать на ноги; стать зажиточным, разбогатеть;

    τα παιδιά του πιάστηκαν — его дети (уже) встали на ноги;

    § πιάνομαι από ψηλά — важничать, задирать нос;

    πιάνομαι από λεφτά — богатеть;

    πιάνομαι από τα λόγια μου ( — пли στα λόγια μου) — попадаться на слове;

    αυτός δεν πιάνεται από πουθενά — его разве поймаешь!;

    ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται — погов. утопающий хватается за соломинку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πιάνω

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»