-
1 θεο-ποιέω
θεο-ποιέω, einen Gott machen, vergöttern, τὰ ϑνητά D. Hal. 2, 56; Luc. Scyth. 1; ϑεοποιηϑέντες ϑεοί S. Emp. adv. phys. 1, 51.
-
2 θεοποιέω
θεο-ποιέω, einen Gott machen, vergöttern -
3 θεοποιεω
1 θεο-ποιέω
θεο-ποιέω, einen Gott machen, vergöttern, τὰ ϑνητά D. Hal. 2, 56; Luc. Scyth. 1; ϑεοποιηϑέντες ϑεοί S. Emp. adv. phys. 1, 51.
2 θεοποιέω
3 θεοποιεω