-
1 θεοπλήξ
Aθεόπληκτος, θεοπλήγεσσιν ἐοικότας εἰδώλοισιν Maiist.60
(unless - πληγέσσιν from [suff] θεο-πληγής, ές).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοπλήξ
-
2 θεοπληγής
θεο-πληγής, ές,A v. -πλήξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοπληγής
См. также в других словарях:
θεοπληγής — θεοπληγής, ές (Α) ο θεόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληγής (< αόρ. ε πλήγ ην τού πλήσσομαι), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] … Dictionary of Greek
καρτεροπληγής — καρτεροπληγής, ές (Α) αυτός που πλήττει με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + πληγής (< θ. πλήγ < πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. θεο πληγής, ισο πληγής] … Dictionary of Greek
φρενοπληγής — ες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι πληγής, θεο πληγής] … Dictionary of Greek
πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… … Dictionary of Greek