-
1 θεο-μανής
-
2 θεομανής
-
3 θεομανης
21) одержимый божественным безумием, с помраченным (богами) рассудком(Κρέουσα Eur.)
2) ( о помешательстве) ниспосланный богами(πότμος, λύσσα Eur.)
3) ( о богах) яростный, неукротимый(στύγος Aesch.)
См. также в других словарях:
θεομανής — ές (Α θεομανής, ές) αυτός που έγινε μανιακός, παράφρων από θεό, ο δαιμονισμένος («θεομανεῖ λύσση» με μανία που στάλθηκε από τους θεούς, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάνην), πρβλ. γυναι μανής,… … Dictionary of Greek
ηδυμανής — ἡδυμανής, ές (Α) ο γεμάτος γλυκιά μανία, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, ερω μανής, θεο μανής)] … Dictionary of Greek
ζηλομανής — ζηλομανής, ές (Α) ο μανιώδης από ζηλοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής)] … Dictionary of Greek
θηλυμανής — ές (ΑΜ θηλυμανής, ές) (για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες αρχ. αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μανής (< ε μάνην, παθ. αόρ. β τού μαίνομαι), πρβλ. γυναι… … Dictionary of Greek
θρησκομανής — ές θρησκόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
καρπομανής — καρπομανής, ές (Α) αυτός που παράγει πολλούς καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + μανής (< μαίνομαι «είμαι θυμωμένος, τρελαίνομαι»), πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής] … Dictionary of Greek
μουσομανής — μουσομανής, ές (Α) λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεο μανής, νυμφο μανής] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
πονηρομανής — ές, Μ (λεγόταν κυρίως για τον θεό) αυτός που οργίζεται με όσους κάνουν πονηριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μεγαλο μανής] … Dictionary of Greek