-
1 θεοδώρητος
θεο-δώρητος, ον,II θ. λίθος, of the ἀλαβαστρίτης λίθος, Zos.Alch.p.114B.2 ἡ θ. a purgative, Aët.13.112, Alex.Trall.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοδώρητος
См. также в других словарях:
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek
πατροδώρητος — ον, Α αυτός που δωρήθηκε από τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δώρητος (< δωρῶ), πρβλ. θεο δώρητος] … Dictionary of Greek