-
1 θεο-δοσία
θεο-δοσία, ἡ, Spende an die Gottheit, neben ϑυσία Strab. XVII, 811.
-
2 θεοδοσία
θεο-δοσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοδοσία
-
3 θεοδοσία
θεο-δοσία, ἡ, Spende an die Gottheit
См. также в других словарях:
θεοδοσία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. η μάρτυς. Καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης. Μαρτύρησε σε ηλικία 18 χρόνων στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, αφού την έριξαν στη θάλασσα. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Μαΐου. 2. Θ. η μάρτυς. Ήταν… … Dictionary of Greek