-
1 θεογονια
ион. θεογονίη ἥ2) «Теогония» ( название одной из поэм Гесиода)
См. также в других словарях:
θεογονία — Κοσμογονκή αντίληψη με πολυθεϊστική βάση. Οι κοσμογονικοί μύθοι που διηγούνται την προέλευση του κόσμου, παίρνουν τη μορφή της θ. στις πολυθεϊστικές θρησκείες, όπου οι θεοί ταυτίζονται με τις μορφές της πραγματικότητας και του κόσμου. Ονομαστή… … Dictionary of Greek
θηλεογονία — θηλεογονία, ἡ (Α) βλ. θηλυγονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλεο (< θήλυς, γεν. θήλεος) + γονία ( γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] … Dictionary of Greek
ιδιογονία — ἰδιογονία, ἡ (Α) το να γεννά κάποιος άτομα μόνο τού δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γονια ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] … Dictionary of Greek
κουρογονία — κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α) η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, τεκνο γονία] … Dictionary of Greek
ηρωογονία — ἡρωογονία, ἡ (Α) (κατά τον Πρόκλο) ως κύρ. όν.. Ήρωογονία τίτλος ποιήματος τού Ησιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + γονία (< γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία] … Dictionary of Greek
κηρογονία — κηρογονία, ἡ (Α) ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γονία (< γονώ < γόνος < γόνος), πρβλ. θεο γονία, κοσμογονία] … Dictionary of Greek
μαργαρογονία — μαργαρογονία, ἡ (Μ) η παραγωγή τών μαργαριταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρο + γονία (< γόνος), πρβλ. θεο γονία] … Dictionary of Greek
πετρογονία — η, Ν ο κλάδος τής γεωλογίας που εξετάζει τη γένεση και τον σχηματισμό τών πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + γονία (< γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πρεσβυγονία — ἡ, Α πρεσβυγένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία] … Dictionary of Greek