-
1 θεουδεια
-
2 θεούδεια
θεούδεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεούδεια
-
3 θεουδείης
θεούδειαfear of God: fem gen sg (epic ionic) -
4 θεουδείη
-
5 θεουδείῃ
-
6 θεουδείησιν
-
7 θεουδείῃσιν
-
8 θεουδής
Grammatical information: adj.Meaning: `god-fearing, devote' (Od.)Derivatives: θεούδεια f. `fear of god' (A. R. 3, 586)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Contracted Att. PN Θουδῆς Θουδιάδου. - For θεο-δϜής \< *θεο-δϜειής, to *δϜεῖος \> δέος `fear', s. v. The meaning `like a god' (late poets) rests on confusion with θεο-ειδής. Details in Bechtel Lex. s. v.; s. also Verdenius Mnemos. 4: 8, 232f.Page in Frisk: 1,663Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεουδής
См. также в других словарях:
θεούδεια — και θεουδείη, ἠ (Α) [θεουδής] ο φόβος τού θεού, η ευσέβεια … Dictionary of Greek
θεουδείης — θεούδεια fear of God fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουδείῃ — θεούδεια fear of God fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουδείῃσιν — θεούδεια fear of God fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek