-
1 θεουργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεουργικός
-
2 θεουργία
θεουργ-ία, ἡ,II sacramental rite, 'mystery', Porph. ap. Aug.Civ.D.10.9;ἱερατικὴ θ. Iamb.Myst.9.6
;οἱ περὶ θεουργίαν δεινοί Procl.in Alc.p.92C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεουργία
-
3 θεουργίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεουργίασμα
-
4 θεουργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεουργός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский