Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεουργίᾳ

См. также в других словарях:

  • θεουργία — θεουργίᾱ , θεουργία divine work fem nom/voc/acc dual θεουργίᾱ , θεουργία divine work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργίᾳ — θεουργίᾱͅ , θεουργία divine work fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργία — η (AM θεουργία) [θεουργός] είδος μαγείας κατά την οποία οι μυημένοι ισχυρίζονταν ότι επικοινωνούσαν με τον θεό αρχ. θεϊκό έργο, θαύμα …   Dictionary of Greek

  • θεουργία — η είδος μαγείας, με την οποία οι μυημένοι ισχυρίζονταν ότι επικοινωνούσαν με το Θεό, θαυματοποιία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεουργίας — θεουργίᾱς , θεουργία divine work fem acc pl θεουργίᾱς , θεουργία divine work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργίαι — θεουργίᾱͅ , θεουργία divine work fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργίαν — θεουργίᾱν , θεουργία divine work fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργιῶν — θεουργία divine work fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουργίαις — θεουργία divine work fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • «АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром …   Православная энциклопедия

  • νεοπλατωνική σχολή — Η τελευταία από τις μεγάλες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, η oποία παρουσιάστηκε ως επανάληψη και επεξεργασία ενός συνόλου πλατωνικών θεωριών που κατατάσσονται και ενσωματώνονται σε μια ευρεία συνθετική θεώρηση. Ευαίσθητη στις συγκρητιστικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»