-
1 θεοτερπης
См. также в других словарях:
θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
θεοτερπής — with divine portents masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτερπῆ — θεοτερπής with divine portents neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θεοτερπής with divine portents masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θεοτερπής with divine portents masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτερπεῖς — θεοτερπής with divine portents masc/fem acc pl θεοτερπής with divine portents masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτερπέα — θεοτερπής with divine portents neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θεοτερπής with divine portents masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτερπές — θεοτερπής with divine portents masc/fem voc sg θεοτερπής with divine portents neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτερποῦς — θεοτερπής with divine portents masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτερπέος — θεοτερπής with divine portents masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοτερπέι — θεοτερπέϊ , θεοτερπής with divine portents dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)