-
1 θεοπροπος
I2пророчествующий, прозорливый, вещий(οἰωνιστής Hom.)
; вещий, пророческий(ἔπος Soph.)
IIὅ1) прорицатель, истолкователь божественной воли Hom.2) (= θεωρός См. θεωρος) теопроп (посол, снаряжаемый для того, чтобы вопросить оракул) Hom., Aesch., Her., Plut., Luc. -
2 θεηκολος
См. также в других словарях:
θεοπρόπος — prophetic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… … Dictionary of Greek
θεοπρόπον — θεοπρόπος prophetic masc/fem acc sg θεοπρόπος prophetic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόπα — θεοπρόπος prophetic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόπε — θεοπρόπος prophetic masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόποι — θεοπρόπος prophetic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοπρόποις — Θεόπροπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόποις — θεοπρόπος prophetic masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοπρόποισι — Θεόπροπος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόποισι — θεοπρόπος prophetic masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοπρόπου — Θεόπροπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)