-
1 θεοληψια
См. также в других словарях:
θεοληψία — θεοληψίᾱ , θεοληψία inspiration fem nom/voc/acc dual θεοληψίᾱ , θεοληψία inspiration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοληψία — η (Α θεοληψία) [θεόληπτος] η θεϊκή έμπνευση νεοελλ. (ψυχιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία αυτός που πάσχει βρίσκεται συνεχώς σε έκσταση ενώπιον τής ιδέας τού θεού αρχ. 1. δεισιδαιμονία 2. μανία, παραφροσύνη … Dictionary of Greek
θεοληψία — η το να είναι κάποιος θεόληπτος: Τον κατέλαβε θεοληψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεοληψίας — θεοληψίᾱς , θεοληψία inspiration fem acc pl θεοληψίᾱς , θεοληψία inspiration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοληψίαν — θεοληψίᾱν , θεοληψία inspiration fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοληψίαις — θεοληψία inspiration fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθειασμός — ο (Α ἐκθειασμός) θαυμασμός, ζωηρός έπαινος αρχ. θεία μανία, θεοληψία … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοληπτικός — θεοληπτικός, ή, όν (Α) [θεόληπτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θεόληπτο 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεοληπτική η θεοληψία … Dictionary of Greek
θεομανία — η (Α θεομανία) [θεομανής] (νεοελλ. 1. η κατάσταση τού θεομανούς 2. η θεϊκή έμπνευση, η θεοληψία αρχ. μανία σταλμένη από τους θεούς … Dictionary of Greek
ДРЕВНЯЯ ГРЕЦИЯ — территория на юге Балканского п ова (см. также статьи Античность, Греция). История Д. Г. охватывает период с нач. II тыс. до Р. Х. по нач. I тыс. по Р. Х. География и этнография Фестский диск. XVII в. до Р. Х. (Археологический музей в Ираклио,… … Православная энциклопедия