-
1 θεογνωσία
θεογνωσίᾱ, θεογνωσίαthe knowledge of God: fem nom /voc /acc dualθεογνωσίᾱ, θεογνωσίαthe knowledge of God: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θεογνωσίᾱͅ, θεογνωσίαthe knowledge of God: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θεογνωσία
θεογνωσία η1) знание божественного учения;2) благоразумие, здравомыслие:φέρω σε θεογνωσία — просвещать, вразумлять
-
3 θεογνωσία
η благоразумие, здравомыслие;φέρω σε θεογνωσία — вразумлять, наставлять на ум
-
4 θεογνωσίᾳ
Βλ. λ. θεογνωσία -
5 θεογνωσία
θεο-γνωσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογνωσία
-
6 θεογνωσία
θεο-γνωσία, ἡ, Gotterkenntnis -
7 θεογνωσία
müminlik, sofuluk -
8 θεογνωσίας
θεογνωσίᾱς, θεογνωσίαthe knowledge of God: fem acc plθεογνωσίᾱς, θεογνωσίαthe knowledge of God: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 θεογνωσίαν
θεογνωσίᾱν, θεογνωσίαthe knowledge of God: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
θεογνωσία — θεογνωσίᾱ , θεογνωσία the knowledge of God fem nom/voc/acc dual θεογνωσίᾱ , θεογνωσία the knowledge of God fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογνωσίᾳ — θεογνωσίᾱͅ , θεογνωσία the knowledge of God fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογνωσία — η (AM θεογνωσία) η γνώση τών εντολών τού θεού και η συμμόρφωση σ αυτές νεοελλ. η ορθοφροσύνη, η σύνεση μσν. η πίστη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α γνωσία δυσ γνωσία] … Dictionary of Greek
θεογνωσία — η 1. γνώση των θείων εντολών και συμμόρφωση προς αυτές. 2. σύνεση: Δεν μπορεί να τον φέρει σε θεογνωσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεογνωσίας — θεογνωσίᾱς , θεογνωσία the knowledge of God fem acc pl θεογνωσίᾱς , θεογνωσία the knowledge of God fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογνωσίαν — θεογνωσίᾱν , θεογνωσία the knowledge of God fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богоразумие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. греч. θεογνωσία Богопознание, разумение Бога. Многи убо и … Словарь церковнославянского языка
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱԾԱՆՕԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0324 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c գ. θεογνωσία cognitio dei Ատուածգիտութիւն. ծանօթութիւն ճշմարտին Ատուածոյ. *Զրկեալ էաք ʼի վեհագունին բնութեան ատուածածանօթութենէն. Պրպմ. ձ: *Աղքատացեալս ասէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՍՏՈՒԱԾԳԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0331 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c գ. որ եւ ԱՍՏՈՒԱԾԱԾԱՆՕԹՈՒԹԻՒՆ. θεογνωσία dei cognitio Գիտութիւն Աստուծոյ. ծանօթութիւն ճշմարտին Աստուծոյ, եւ աստուածային իրաց. *Որքան ինչ ճառք աստուածգիտութեան են. Դիոն. ածայ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)