-
1 θεογεννης
2рожденный богами, божественного происхождения(ξένα Φρυγία, т.е. Νιόβη Soph.)
-
2 θεογεννής
θεογεννήςbegotten of a god: masc /fem nom sg -
3 θεογεννής
θεο-γεννής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογεννής
-
4 θεογεννής
θεο-γεννής, ές, göttliches Geschlechtes, Niobe -
5 θεογεννείς
θεογεννήςbegotten of a god: masc /fem acc plθεογεννήςbegotten of a god: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
6 θεογεννεῖς
θεογεννήςbegotten of a god: masc /fem acc plθεογεννήςbegotten of a god: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
θεογεννής — begotten of a god masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογεννεῖς — θεογεννής begotten of a god masc/fem acc pl θεογεννής begotten of a god masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεογενής — και θεογεννής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek