-
1 θεοβλαβής
θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem nom sg -
2 θεοβλαβής
θεοβλαβ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοβλαβής
-
3 θεοβλαβές
θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem voc sgθεοβλαβήςstricken of God: neut nom /voc /acc sg -
4 θεοβλαβεί
θεοβλαβέωto be: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θεοβλαβέωto be: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem /neut dat sg -
5 θεοβλαβεῖ
θεοβλαβέωto be: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θεοβλαβέωto be: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem /neut dat sg -
6 θεοβλαβείς
θεοβλαβέωto be: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem acc plθεοβλαβήςstricken of God: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 θεοβλαβεῖς
θεοβλαβέωto be: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)θεοβλαβήςstricken of God: masc /fem acc plθεοβλαβήςstricken of God: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
8 θεοβλαβώς
-
9 θεοβλαβῶς
-
10 θεοβλαβέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοβλαβέω
-
11 θεόληπτος
θεόληπτ-ος, ον,A possessed, inspired, Arist.EE 1214a23, S.E.P.2.52, Cat.Cod.Astr.8(4).148;γνώμη App.Hann.42
, cf. Sallust.3, etc.;θ. εἰς ἀρετήν Plu.2.1117a
.2 in bad sense, = θεοβλαβής, Man.4.80, Vett.Val.114.12.3 superstitious, Plu.2.855b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόληπτος
См. также в других словарях:
θεοβλαβής — θεοβλαβής, ές (AM) αυτός που έχει τιμωρηθεί από τους θεούς με βλάβη τών φρενών, με τύφλωση τού νου. Επίρρ.: θεοβλαβώς (Α) με παραφροσύνη που προέρχεται από κάποιον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. α βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
θεοβλαβής — stricken of God masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβές — θεοβλαβής stricken of God masc/fem voc sg θεοβλαβής stricken of God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβῶς — θεοβλαβής stricken of God adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβώ — θεοβλαβῶ, έω (Α) [θεοβλαβής] 1. ασεβώ προς τους θεούς 2. είμαι θεοβλαβής* … Dictionary of Greek
θεοβλαβεῖ — θεοβλαβέω to be pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) θεοβλαβέω to be pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) θεοβλαβής stricken of God masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θεοβλαβής stricken of God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβεῖς — θεοβλαβέω to be pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) θεοβλαβής stricken of God masc/fem acc pl θεοβλαβής stricken of God masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοβλάβεια — θεοβλάθεια, ἡ (Α) [θεοβλαβής] παραφροσύνη, τύφλωση τού νου σταλμένη ως τιμωρία από κάποιον θεό … Dictionary of Greek
θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… … Dictionary of Greek