-
1 θεμιτώς
-
2 θεμιτῶς
См. также в других словарях:
θεμιτῶς — θεμιτός allowed by the laws of God and men adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτός — ή, ό (Α θεμιτός, ή, όν) [θέμις (Ι)] σύμφωνος με τους θείους και τους ανθρώπινους νόμους, δίκαιος, όσιος, νόμιμος (α. «δεν είναι θεμιτό τα παιδιά να βρίζουν τους γονείς» β. «οὐ θεμιτόν ἐστι ἐσιέναι ἄλλον», Ηρόδ.). επίρρ... θεμιτώς (Α θεμιτῶς) με… … Dictionary of Greek