-
1 θεμιτού
-
2 θεμιτοῦ
-
3 αθέμιτος
См. также в других словарях:
θεμιτοῦ — θεμιτός allowed by the laws of God and men masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικό πρόσωπο — Είναι η ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού ή το σύνολο περιουσίας αφιερωμένης στην εξυπηρέτηση ενός επίσης σκοπού, η οποία αποκτάει τη νομική προσωπικότητα, όταν συντρέξουν ορισμένοι όροι και τηρηθεί η διαδικασία… … Dictionary of Greek