-
1 θεμιστως
справедливо, законно Aesch. -
2 Θεμιστώς
Θεμιστώfem acc plΘεμιστώfem nom /voc pl (doric aeolic)Θεμιστώfem gen sg (doric aeolic) -
3 Θεμιστῶς
Θεμιστώfem acc plΘεμιστώfem nom /voc pl (doric aeolic)Θεμιστώfem gen sg (doric aeolic) -
4 θεμιστώς
-
5 θεμιστῶς
-
6 θεμιστός
θεμιστός, eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ ϑεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ ϑεμιστῶς Ch. 635. Vgl. ϑεμιτός.
См. также в других словарях:
Θεμιστῶς — Θεμιστώ fem acc pl Θεμιστώ fem nom/voc pl (doric aeolic) Θεμιστώ fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστῶς — θεμιστός oracular adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστός — θεμιστός, ή, όν (Α) [θέμις (Ι)] 1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.) 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. επίρρ... θεμιστῶς (Α) νόμιμα, δίκαια … Dictionary of Greek
παρεκβαίνω — ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω] 1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι 2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ 3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος,… … Dictionary of Greek
Τελμισσός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Θεμιστώς, κόρης του Ζαβία, βασιλιά του λαού των Υπερβορείων, αδελφός του Γελεώτη ή Γελεού. Οι δυο αδελφοί, έπειτα από χρησμό, ίδρυσαν βωμούς στη Σικελία και στην Καρία. Ο Τ. έχτισε την ομώνυμη πόλη… … Dictionary of Greek