Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεμιστεῖος

См. также в других словарях:

  • θεμιστείος — θεμιστεῖος, ία, ον (Α) 1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» το σκήπτρο τής δικαιοσύνης, τής δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία μαντεία, προφητεία, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ ος) + κατάλ. είος, πρβλ. οικ …   Dictionary of Greek

  • θεμιστεῖον — θεμιστεῖος of law and right masc acc sg θεμιστεῖος of law and right neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιστείας — θεμιστείᾱς , θεμιστεία a giving of oracles fem acc pl θεμιστείᾱς , θεμιστεία a giving of oracles fem gen sg (attic doric aeolic) θεμιστεί̱ᾱς , θεμιστεῖος of law and right fem acc pl θεμιστεί̱ᾱς , θεμιστεῖος of law and right fem gen sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • θεμιστείαις — θεμιστεία a giving of oracles fem dat pl θεμιστεί̱αις , θεμιστεῖος of law and right fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»