Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θεμελιώνω

  • 1 заложить

    заложить Ι): \заложить памятник βάζω τα θεμέλια του ανδριάντα \заложить фундамент βάζω θεμέλια, θεμελιώνω 2) {отдать в за лог) ενεχυριάζω
    * * *
    1)

    заложи́ть па́мятник — βάζω τα θεμέλια του ανδριάντα

    заложи́ть фунда́мент — βάζω θεμέλια, θεμελιώνω

    2) ( отдать в залог) ενεχυριάζω

    Русско-греческий словарь > заложить

  • 2 основать

    основать θεμελιώνω, ιδρύω
    * * *
    θεμελιώνω, ιδρύω

    Русско-греческий словарь > основать

  • 3 укоренить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укоренённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. ριζώνω, κάνω να ριζώσει•

    укоренить рассаду κάνω να ριζώσει το φυτώριο.

    2. μτφ. θεμελιώνω•

    укоренить обычай θεμελιώνω τη συνήθεια.

    1. ριζώνω, ριζοβολώ, απλώνω ρίζες.
    2. θεμελιώνομαι•

    многие обычаи -лись с давних времн πολλές συνήθεις ρίζωσαν από τα παλιά χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > укоренить

  • 4 закладывать

    1. (начинать постройку чего-л. 2. (заделы-вать во что-л.) τοποθετώ (σε κάτι) 3. (отдать в залог под ссуду) ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладывать

  • 5 основать

    ανεγείρω, (εγκαθ)ιδρύω, θεμελιώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > основать

  • 6 учредить

    1. (основать, создать что-л) ιδρύω 2. (ввести, установить) καθιερώνω, θεμελιώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учредить

  • 7 загрунтовать

    загрунтовать
    сов, загрунтовывать несов
    1. θεμελιώνω, στερεώνω·
    2. жив. περνάω πρῶτο χέρι, προχρωματίζω.

    Русско-новогреческий словарь > загрунтовать

  • 8 лечь

    лечь
    сов см. ложиться· ◊ \лечь в основу ἀποτελώ τό θεμέλιο, θεμελιώνω (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > лечь

  • 9 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

  • 10 основывать

    основывать
    несов
    1. ίδρύω, θεμελιώνω·
    2. (обосновывать) βασίζω, στηρίζω:
    это нн на чем не основано αὐτό δέν στηρίζεται πουθενά.

    Русско-новогреческий словарь > основывать

  • 11 подводить

    подводить
    несов
    1. (приводить) φέρ-(ν)ω, ὀδηγῶ, συνοδεύω·
    2. (ставить в неприятное положение) разг βάζω κάποιον σέ δυσάρεστη θέση·
    3. (что-л. подо что-л.) βάζω, θέτω:
    \подводить фундамент прям, перен θεμελιώ, θεμελιώνω, βάζω τά θεμέλια· ◊ \подводить итоги κάνω ἀπολογισμό· у него́ подводит живот от голода τόν τάραξε ἡ πείνα

    Русско-новогреческий словарь > подводить

  • 12 фундамент

    фундамент
    м в разн. знач. τό θεμέ-λιο[ν]:
    заложить \фундамент βάζω τά θεμέλια, θεμελιώνω.

    Русско-новогреческий словарь > фундамент

  • 13 загрунтовывать

    [ζαγκρουντόβυβατ'] ρ. θεμελιώνω

    Русско-греческий новый словарь > загрунтовывать

  • 14 загрунтовывать

    [ζαγκρουντόβυβατ'] ρ θεμελιώνω

    Русско-эллинский словарь > загрунтовывать

  • 15 вкоренить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. -ненши, βρ: -нен, -нена, -нено
    εμφυτεύω, εμφυσώ, εμβάλλω, θεμελιώνω, πάνω να ριζώσει•

    вкоренить культурные привычки εμφυτεύω πολιτισμένες συνήθειες.

    ριζώνομαι, εμφυτεύομαι, θεμελιώνομαι•

    -лась привычка ρίζωσε η συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > вкоренить

  • 16 внедрить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ренный, βρ: -рен, -рена, -рею
    κάνω να ριζώσει, εμφυτεύω, εμβάλλω, θεμελιώνω, εισάγω•

    внедрить в производство εισάγω στην παραγωγή•

    внедрить в со3нание необходимость дисциплины εμφυτεύω στη συνείδηση (κάνω συνείδηση) την ανάγκη της πειθαρχίας.

    ριζώνομαι, εμφυτεύομαι, θεμελιώνομαι• μου τυπώνεται•

    ей -лась мысль της ρίζωσε (της τυπώθηκε) η ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > внедрить

  • 17 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 18 зиждить

    -жду, -ждишь
    ρ.δ.μ. παλ. ιδρΰω, δημιουργώ, θεμελιώνω.
    βασίζομαι, στηρίζομαι•

    -ется на песке χτίζεται στην άμμο.

    Большой русско-греческий словарь > зиждить

  • 19 обосновать

    -ную, -нушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обоснованный, βρ: -вал, -а, -о
    ρ.σ.μ. βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, εδραιώνω• αιτιολογώ.
    εγκατασταίνομαι, εδραιώνομαι•

    армейский отряд -лся в селе το στρατιωτικό τμήμα εγκαταστάθηκε στο χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > обосновать

  • 20 учредить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учрежденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ιδρύω, θεμελιώνω•

    учредить общество ιδρύω σύλλογο (σύνδεσμο)•

    учредить академию ιδρύω Ακαδημία.

    2. καθιερώνω, εγκαινιάζω, συνιστώ•

    -контроль над производством καθιερώνω τον έλεγχο στην παραγωγή.

    ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > учредить

См. также в других словарях:

  • θεμελιώνω — θεμελιώνω, θεμελίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θεμελιώνω — θεμέλιωσα και θεμελίωσα, θεμελιώθηκα, θεμελιωμένος 1. βάζω θεμέλια: Χτες θεμελίωσαν το νέο δικαστικό μέγαρο. 2. στηρίζω, θέτω τις βάσεις: Η άποψή σου δεν είναι καλά θεμελιωμένη. – Η κυβέρνηση θεμελίωσε το δημοκρατικό πολίτευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] …   Dictionary of Greek

  • ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωμα — και θεμέλιωμα, το [θεμελιώνω] 1. το αποτέλεσμα τού θεμελιώνω, η θεμελίωση 2. μτφ. ίδρυση, στήσιμο …   Dictionary of Greek

  • αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους …   Dictionary of Greek

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • βασίζω — Ι. 1. στηρίζω κάτι σε ορισμένη βάση, θεμελιώνω II. ( ομαι) 1. στηρίζομαι σε κάποια εγγύηση 2. έχω ελπίδα, πεποίθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις( η). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • διπλοθεμελιώνω — ρίχνω διπλά θεμέλια, θεμελιώνω πολύ γερά …   Dictionary of Greek

  • ενθεμελιώ — ἐνθεμελιῶ, όω (Α) θέτω στερεό θεμέλιο μέσα, θεμελιώνω, στερεώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»