Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θεμίτων

См. также в других словарях:

  • θεμιτῶν — θεμιτός allowed by the laws of God and men fem gen pl θεμιτός allowed by the laws of God and men masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεμίτων — Θέμις that which is laid down fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμίτων — θέμις that which is laid down fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»