-
1 θεμέλιος
θεμέλιος, ὁ, gew. im plur., welches aber bei den früheren att. Schriftstellern vorkommt; eigtl. adj., sc. λίϑοι, wie auch Ar. Av. 1137 steht, die Grundsteine, der Grund; οἱ ϑεμέλιοι παντοίων λίϑων ὑπόκεινται Thuc. 1, 93; Xen. Hipparch. 1, 2; ϑεμελίους ἔσκαπτον Luc. Alex. 10; ἄρδην καὶ ἐκ ϑεμελίων ἀπόλλυσϑαι Hdn. 8, 3, 5, wie Pol. τὸ δὴ λεγόμενον ἐκ ϑεμελίων ἐσφαλμένους, 5, 93, 2, von Grund aus; ἐκ ϑεμελίων αὐτὴν ἐναιρήσων D. Cass. 39, 20; auch im sing., τοῦτο δ' ἐστὶ τῆς τέχνης ϑεμέλιος ἡμῖν Macho bei Ath. VIII, 346 a; so oft S. Emp., βέβαιον εἶναι δεῖ τὸν ϑεμέλιον, ἵνα συνομολογηϑῇ καὶ τὸ ἀκόλουϑον adv. geom. 12, οἱ τὸν ϑεμέλιον τοῦ τείχους ὑπορύξαντες adv. phys. 1, 2.
-
2 θεμέλιος
θεμέλιος, ὁ, die Grundsteine, der Grund; τὸ δὴ λεγόμενον ἐκ ϑεμελίων ἐσφαλμένους, von Grund aus -
3 ἀ-θεμέλιος
ἀ-θεμέλιος, = ἀ-θεμελίωςος, ohne Grundlage, Sp.
-
4 ἀθεμέλιος
См. также в других словарях:
θεμέλιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από … Dictionary of Greek
θεμέλιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στα θεμέλια, βασικός: Θεμέλιος λίθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεμέλιον — θεμέλιος of masc/fem acc sg θεμέλιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίοις — θεμέλιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίου — θεμέλιος of masc/fem/neut gen sg θεμελιόω to lay the foundation of pres imperat act 2nd sg θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίους — θεμέλιος of masc/fem acc pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίων — θεμέλιος of masc/fem/neut gen pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίῳ — θεμέλιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμέλια — θεμέλιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμέλιε — θεμέλιος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)