-
1 θελξιφρων
2, gen. ονος очаровывающий сознание, насылающий чары(θελξίφρονες θνατοῖσιν ἔρωτες Eur.; Ἀπόλλων Anth.)
См. также в других словарях:
θελξίφρων — θελξίφρων, ον (Α) 1. θελξίνους* 2. επίθ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
θελξίφρονα — θελξίφρων neut nom/voc/acc pl θελξίφρων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξίφρονες — θελξίφρων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξίφρονι — θελξίφρων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξίφρονος — θελξίφρων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek