-
1 θελξί-πικρος
θελξί-πικρος, κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 ( App. 304).
-
2 θελξίπικρος
θελξί-πικρος, κνησμονή, schmerzhaft reizend
См. также в других словарях:
θελξίπικρος — θελξίπικρος, ον (Α) αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + πικρός] … Dictionary of Greek